- χαλκογραφικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκογραφία ή στον χαλκογράφο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1736 στον Αντ. Κατηφόρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαλκογραφία ή στο χαλκογράφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρόστυπος — η, ο ο ελαφρά ανάγλυφος (αντίθ. έκτυπος): Πρόστυπος χαλκογραφικός πίνακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)